- χιράς
- και χειράς, -άδος, ἡ, Αραγάδα, σκάσιμο, ιδίως τών χεριών και τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει την κατάλ. -άς με περιληπτική σημ. (πρβλ. λιθ-άς, νεκ-άς), αλλά παραμένει δυσερμήνευτη ως προς το θ. και την προέλευσή της. Έχουν προταθεί διάφορες συνδέσεις τής λ. με τ., όπως με τα αρχ. άνω γερμ. gīri «άπληστος» και gīr «γύπας, όρνιο», με τη λ. χηραμός*, με τους τ. χηλή*, χήμη* ή, τέλος, με το ρ. χάσκω, οι οποίες, όμως, παραμένουν τελείως υποθετικές, αφού προσκρούουν είτε σε μορφολογικές είτε σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. τής λ. χιράς και τών παρ. χιραλέος, χίραμα πρέπει να είναι «σχισμή, ρήγμα, ραγάδα», όπως φαίνεται από τα ερμηνεύματα τών τ., καθώς και από την αναλογία που παρουσιάζει το σχήμα χιράς: χιραλέος: χίραμα με τους τ. ῥωγάς, ῥωγαλέος, ῥωγμή. Τέλος, η γρφ. χειράς τής λ. πρέπει να οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με τη λ. χείρ.
Dictionary of Greek. 2013.